ΕΣΕΕ: ΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ

ΕΣΕΕ: ΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ

ΕΣΕΕ Logo

Η ΕΣΕΕ καταθέτει τις οριστικές προτάσεις της για την εργασιακή μεσολάβηση και διαιτησία και θεωρεί πλέον το θέμα λήξαν.

Σε απάντηση της έκθεσης του ειδικού εμπειρογνώμονα του Υπουργείου Εργασίας για την μεσολάβηση και την διαιτησία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, την οποία το Υπουργείο γνωστοποίησε σε όλους τους κοινωνικούς εταίρους, η ΕΣΕΕ απέστειλε προς την Υπουργό κα Αχτσιόγλου και στον Γενικό Γραμματέα κ. Νεφελούδη αναλυτικό υπόμνημα με τις τελικές της θέσεις επί του συγκεκριμένου ζητήματος.

Το σχετικό υπόμνημα έχει ως ακολούθως:
«Σε συνέχεια της υπ’ αριθμ. Φ2Ε-7011/8- 5-2018 κοινής επιστολής μας με την ΓΣΕΒΕΕ, η οποία εξέφρασε την γενικότερη θέση μας επί του ζητήματος στον τίτλο, με το παρόν σας γνωστοποιούμε τις γενικότερες απόψεις μας επί της μελέτης που μας απεστάλη σε σχέση με την εργασιακή διαιτησία. Ειδικότερα:

1. Συμφωνούμε με την θέση του συντάκτη ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 3307/2014 επανανομιμοποιεί αφενός την δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία, αφετέρου την δυνατότητά της να επεκτείνεται στο σύνολο της ύλης της συλλογικής διαφοράς. Ωστόσο, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν απαγορεύει να τίθενται χρονικοί ή ποσοτικοί περιορισμοί στην άσκηση της μονομερούς προσφυγής. Αναφέρουμε ενδεικτικά μία από τις θέσεις που κατά καιρούς έχει εκφράσει η ΕΣΕΕ, να μην υπάρχει η δυνατότητα για μονομερή προσφυγή περισσότερες από μια φορά ανά τριετία.

2. Δεν συμφωνούμε με την πρόταση του συντάκτη να επαναφερθεί το δικαίωμα (αντί της υποχρέωσης που προβλέπεται τώρα) του μεσολαβητή να υποβάλει πρόταση μεσολάβησης. Η μη υποβολή πρότασης μεσολάβησης δεν έχει νόημα καθώς το μόνο που επιτυγχάνει είναι να βγάλει τον μεσολαβητή από την «δύσκολη θέση» να επιλύσει μια δύσκολη διαφορά και να τον απαλλάξει από την βάσανο της ειδικής έρευνας και της τεκμηρίωσης της κατάστασης του κλάδου που πρέπει να περιλαμβάνει η ειδική αιτιολόγηση. Μία από τις πιο σημαντικές παθογένειες του προ 2010 συστήματος ήταν η υποβάθμιση της μεσολάβησης σε σκαλί περίπου διαδικαστικού χαρακτήρα, προκειμένου τα μέρη να προχωρήσουν στην διαιτησία. Η πρόταση του συντάκτη καταλήγει να υποβιβάζει την μεσολάβηση και πάλι σε αυτό το επίπεδο, ενώ η δική μας γνώμη είναι ότι η μεσολάβηση αποτελεί το σημαντικότερο στάδιο μετά την απευθείας διαπραγμάτευση και ως τέτοιο πρέπει να ενισχυθεί αντί να υποβαθμιστεί. Η μεσολάβηση αποτελεί στην ουσία της συνέχιση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων υπό την καθοδήγηση ενός εμπειρογνώμονα και ακριβώς επειδή δεν έχει στοιχεία άμεσης υποχρεωτικότητας για τα μέρη, επιβάλλεται να ενδυναμωθεί αντί να αποδυναμωθεί.

3. Διαφωνούμε με την πρόταση του συντάκτη να μπορεί να προσφεύγει στην διαιτησία μόνο όποιο μέρος αποδέχθηκε την πρόταση του μεσολαβητή. Η πρόταση του μεσολαβητή δεν είναι θέσφατο για να κρίνει την επίδειξη καλής πίστης των μερών με την αποδοχή της και μπορεί να περιέχει σοβαρά ελαττώματα κατά την κρίση του μέρους που την απορρίπτει. Συνακόλουθα, θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ το υφιστάμενο καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο, οποιοδήποτε από τα δύο μέρη που αφορά η συλλογική διαφορά αφορά, θα μπορεί να προσφεύγει στην διαιτησία, είτε έχει αποδεχτεί την πρόταση του μεσολαβητή, είτε όχι.

4. Διαφωνούμε πλήρως με την πρόταση του συντάκτη για κατάργηση της κατ’ έφεση διαδικασίας ενώπιον της πενταμελούς επιτροπής του ΟΜΕΔ. Ένα από τα σημαντικότερα ελαττώματα του προ του 2010 πλαισίου ήταν η απόλυτη ελευθερία του Διαιτητή να εκδώσει όποια απόφαση θέλει, χωρίς έλεγχο της ουσίας της απόφασης (αλλά μόνο της νομιμότητας) και χωρίς δεύτερο βαθμό κρίσης. Αυτό το πλαίσιο, είχε στην πράξη υποβαθμίσει τόσο τις συλλογικές  διαπραγματεύσεις όσο και τον ίδιο τον θεσμό της διαιτησίας, οδηγώντας σε έναν «μηχανιστικό» τρόπο έκδοσης αποφάσεων από τους διαιτητές του ΟΜΕΔ.  Σπάνια βλέπαμε ειδικά αιτιολογημένες αποφάσεις, ενώ το μέτρο ήταν συνήθως οι αυξήσεις της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης, πράγμα άδικο, γιατί άλλα ήταν τα επίπεδα της ΕΓΣΣΕ, που οι κοινωνικοί εταίροι ήθελαν να ενισχύσουν και άλλα των κλαδικών που ήταν κατά πολύ ανώτερα αυτών της Εθνικής Γενικής.  Ίσως από την έναρξη του νόμου 1876/1990, θα έπρεπε να έχει επιλεγεί όχι ένα υποχρεωτικό διαιτητικό σύστημα, όπου έρχεται ένας τρίτος –ο διαιτητής- και αποφασίζει δεσμευτικά για λογαριασμό μας, αλλά ένα σύστημα «αναγκαστικών» συλλογικών διαπραγματεύσεων, με υποχρεωτική συμμετοχή μέχρι να βρεθεί κοινός τόπος και να υπογραφεί συλλογική σύμβαση.

5. Δεν αντιλαμβανόμαστε πως, στην πρόταση του συντάκτη, συνδέεται η υφιστάμενη υποχρέωση για «πλήρη και τεκμηριωμένη αιτιολογία» της διαιτητικής απόφασης (που πάντοτε γυρεύαμε όλοι οι εκπρόσωποι της κάθε είδους εργοδοσίας στις διαδικασίες ενώπιον του ΟΜΕΔ) με δήθεν μακροχρόνιες και οξείες αντιδικίες που αυτή συνεπάγεται (με συνέπεια ο συντάκτης να ζητάει στην ουσία «περιορισμένο» δικαστικό έλεγχο της αιτιολόγησης). Αδυνατούμε να κατανοήσουμε πως μία διαιτητική απόφαση θα πρέπει να θεωρείται –και να είναι- σοβαρή και ταυτόχρονα να επιλύει αποτελεσματικά την συλλογική διαφορά, χωρίς το πλέον απαραίτητο στοιχείο της, την πλήρη τεκμηρίωση και αιτιολογία, που δείχνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τον παραγωγικό συλλογισμό του διαιτητή, ώστε να καταλήξει στην απόφασή του. Στο πλαίσιο αυτό, δεν δεχόμαστε επίσης τις αιτιάσεις του συντάκτη περί του υπερβολικού διαδικαστικού βάρους που προστέθηκε με τον ν. 4303/2014.

6. Περαιτέρω, διαφωνούμε με το συμπέρασμα του συντάκτη ότι οι ελάχιστες αιτήσεις μεσολάβησης που υποβάλλονται πλέον στον ΟΜΕΔ οφείλονται στην δύσχρηστη διαδικασία που εισήγατε ο ν. 4303/2014. Η έλλειψη «αυτόματης» επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων και –αντίστοιχα- των διαιτητικών αποφάσεων, που επερχόταν με μία απλή απόφαση του Υπουργού Εργασίας (χωρίς στην ουσία του να εξετάζεται η κάλυψη του προαπαιτούμενου του 51% των εργαζομένων) απλά έχει οδηγήσει σε έλλειψη ενδιαφέροντος τα εργατικά σωματεία, τα οποία στην πλειονότητά τους κατανοούν το πρόβλημα που έχουν οι εργοδοτικές οργανώσεις, με τις οποίες συνομιλούν: διαιτητικές αποφάσεις χωρίς «αυτόματη» επέκταση (έτσι όπως εφαρμοζόταν από την έναρξη ισχύος του ν. 1876/1990) θα ισχύουν μόνο για τις συμμετέχουσες εργοδοτικές οργανώσεις και τα μέλη τους, την ώρα που η υπόλοιπη αγορά θα παραμείνει απελευθερωμένη με όριο τον κατώτατο μισθό των 586 €. Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, οι σχετικές εργοδοτικές οργανώσεις είναι θέμα χρόνου να μείνουν ολοκληρωτικά με άδεια μητρώα, δεδομένου ότι τα μέλη τους θα έχουν σοβαρό –κατά την γνώμη μας αθέμιτο- ανταγωνιστικό μειονέκτημα, από το οποίο θα απαλλάσσονται αποχωρώντας από την δύναμή τους.

7. Αναφέρει τέλος ο συντάκτης ότι στα προς αξιολόγηση στοιχεία που χρησιμοποιεί ο διαιτητής για την αιτιολόγηση της διαιτητικής απόφασης πρέπει να προστεθεί και η πορεία της αγοραστικής δύναμης του μισθού. Πρώτον, θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο κριτήριο εμμέσως μπορεί να αξιολογηθεί και τώρα βάσει των γενικότερων αναφορών του πλαισίου. Δεύτερον, η εξέταση του αντικειμενικού κριτηρίου της αγοραστικής δύναμης του μισθού σε έναν τυχαίο κλάδο παρέλκει, πριν η Πολιτεία λάβει πρώτα απ’ όλα τα αναγκαία μέτρα για την αύξηση του κοινού παρονομαστή όλων των μισθών της χώρας, δηλαδή του κατώτατου μισθού των 586 €.

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΣΕΕ επαναλαμβάνει τη πάγια θέση της, προτείνοντας την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού σε δύο χρονικά και ποσοτικά στάδια, τα οποία θα απέχουν τουλάχιστον ένα έτος μεταξύ τους, κατά το πρότυπο των τελευταίων σχετικών Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων (ΕΓΣΣΕ 2008: 680,59 €, ΕΓΣΣΕ 2010: 751,39 €).

Η ΕΣΕΕ δεν αντιμετώπισε ποτέ φοβικά την αύξηση του κατώτατου μισθού, αφού η εν λόγω κίνηση, θα ενισχύσει την κατανάλωση, θα αυξήσει τον τζίρο των επιχειρήσεων και θα επιταχύνει την αύξηση της απασχόλησης, η οποία είναι και το ζητούμενο σήμερα.

Αναλυτικότερα:
– Η σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751,39 ευρώ (μεικτά) θα αναθερμάνει την οικονομία, καθώς συνεπάγεται υψηλότερη καταναλωτική ζήτηση.
– Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα προκαλέσει τόνωση της ζήτησης και του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων στην αγορά, ενώ ταυτόχρονα θα εισέρεαν επιπλέον έσοδα στα δημόσια ταμεία, από τον ΦΠΑ.
– Η επιβάρυνση των εργοδοτών από την αύξηση του κατώτατου μισθού, θα μπορούσε να αντισταθμιστεί εν μέρει μεσοπρόθεσμα τόσο από την επιδότηση της εργασίας, όσο και από την ενίσχυση του κύκλου εργασιών και την μείωση του μη μισθολογικού κόστους.

Επαναλαμβάνουμε ότι η ΕΣΕΕ εμμένει στην ήδη εκφρασμένη θέση της, με την υπ’ αριθμ. Φ2Ε-7011/8- 5-2018 κοινή επιστολή ΕΣΕΕ – ΓΣΕΒΕΕ, δηλαδή στην διατήρηση σε ισχύ των νομοθετικών προσαρμογών που επήλθαν με τους ν. 4303/2014 και 4310/2014, με τους οποίους ενισχύθηκε η διαδικασία της μεσολάβησης, καθορίστηκαν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία, προβλέφθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά της διαιτητικής απόφασης ενώπιον δευτεροβάθμιου οργάνου του ΟΜΕΔ, ενώ διατηρήθηκε και η δυνατότητα προσβολής της διαιτητικής απόφασης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων.»

Ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Βασίλης Κορκίδης δήλωσε σχετικά: «Οι μεταβολές στην αγορά αλλά και στην εργασία, είναι ένα φαινόμενο που έχει καταγραφεί πλέον ιστορικά κατά την τελευταία δεκαετία. Είναι δε σαφές ότι, ο ορθός τρόπος για να το αντιμετωπίσουμε είναι η συνεργασία των επιχειρήσεων με τον κόσμο της εργασίας. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις συνιστούν απαραίτητο εργαλείο για τον συγκεκριμένο σκοπό και ο εμπορικός κόσμος είναι σταθερά προσανατολισμένος προς την κατεύθυνση αυτή.  Οι θέσεις των οργανώσεων έχουν πλέον αποτυπωθεί και η ΕΣΕΕ θεωρεί ότι το ζήτημα τόσο της μεσολάβησης όσο και της διαιτησίας του συλλογικού εργατικού δικαίου έχει πλέον εξαντληθεί και πρέπει να θεωρείται απ’ όλους μας λήξαν, τόσο από το Υπουργείο και γενικότερα την Κυβέρνηση, όσο και απέναντι στους Θεσμούς.»

Share this post